- βαθυτέρου
- βαθύςdeepmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόσμημα — Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα. εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη … Dictionary of Greek
μυστηριολογία — η 1. η μελέτη, η περιγραφή και η ερμηνεία τών μυστηρίων, δηλαδή τών απόκρυφων τελετών και διδασκαλιών τών αρχαίων θρησκειών 2. ο αποκρυφισμός, η φιλοσοφική και ηθικολογική ερμηνεία τού βαθύτερου νοήματος τών αρχαίων μυστηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek
παλαμίδα — (pelamus). Ψάρι του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι πηλαμύς. Τα τελεόστεα ψάρια του είδους ανήκουν στην οικογένεια των σκομβριδών. Μοιάζουν αρκετά με τους τόνους αλλά το σώμα τους είναι μακρύτερο και σε σχήμα τορπίλας, γεγονός που τους… … Dictionary of Greek
παρέμφαση — η / παρέμφασις, άσεως, ΝΑ [παρεμφαίνω] γραμμ. διασαφήνιση τής σημασίας μιας λέξης με το πρόσωπο, τον αριθμό και την έγκλιση νεοελλ. 1. παρουσίαση με έμμεσο τρόπο, υποδήλωση 2. παρουσίαση τού βαθύτερου, κρυφού νοήματος ενός πράγματος, υπόδειξη αρχ … Dictionary of Greek
Λαδιά, Ελένη — (Αθήνα 1945 –). Αρχαιολόγος, θεολόγος και λογοτέχνης. Αν και σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (τμήμα αρχαιολογίας) και στη θεολογική σχολή του ίδιου πανεπιστημίου, η λογοτεχνία υπήρξε η μοναδική της ενασχόληση. Έχει γράψει… … Dictionary of Greek
Μπετόβεν, Λούντβιχ βαν- — (Ludwig van Beethoven, Βόνη 1770 – Βιέννη 1827). Γερμανός συνθέτης, μια από τις κυρίαρχες μορφές της μουσικής τέχνης όλων των εποχών. Γεννήθηκε από φλαμανδική οικογένεια, η οποία είχε μακροχρόνιες σχέσεις με τη μουσική. Ο Μ. άρχισε τις πρώτες του … Dictionary of Greek